- προσγυμναστής
- ὁ, Α [προσγυμνάζω]αυτός που συναγωνίζεται κάποιον σε αγώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσγυμναστοῦ — προσγυμναστής fellow wrestler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγυμναστῇ — προσγυμναστής fellow wrestler masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγυμνάζω — Α 1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον 2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον 3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος ο προσγυμναστής* … Dictionary of Greek